αμβλυωγμός

αμβλυωγμός
ἀμβλυωγμός, ο (Α) [ἀμβλυώσσω]
εξασθενημένη, αδύνατη όραση, αμβλυωπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀμβλυωγμός — dull masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυωγμοί — ἀμβλυωγμός dull masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλυωγμοῦ — ἀμβλυωγμός dull masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλυώττω — ἀμβλυώττω και ώσσω (Α) 1. έχω αμβλεία, ασθενή, αδύναμη όραση, είμαι αμβλύωπας 2. θαμπώνομαι, σαστίζω 3. (το ουδ. τής μτχ. τού ενεστ. ως ουσ.) τό ἀμβλυώττον ο αμβλυωγμός* 4. φρ. «ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς», θαμπώνομαι, τυφλώνομαι από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αμβλυωσμός — ἀμβλυωσμός, ο (Α) [ἀμβλυώσσω] αντί τού ἀμβλυωγμός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”